Ναζιανζηνός

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source

Greek Monolingual

-ή, -ὁ (Μ Ναζιανζηνός και Ναζιανζός, -ή, -όν Ναζιανζός
αυτός που κατάγεται από την πόλη Ναζιανζό («Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός»).