Παφλαγόνας

From LSJ

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404

Greek Monolingual

ο / Παφλαγών, -όνος, ΝΑ
(ιδίως στον πληθ.) οι Παφλαγόνες
οι κάτοικοι της Παφλαγονίας ή όσοι κατάγονται από την περιοχή αυτή.