Περσικῶς

From LSJ

ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
à la façon des Perses.
Étymologie: Περσικός.