Σέρβος

From LSJ

ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat

Source

Greek Monolingual

ο, θηλ. Σερβίδα και Σέρβα, Ν
ο κάτοικος της Σερβίας ή αυτός που κατάγεται από την Σερβία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < σλαβ. srb].