άγχαυρος

From LSJ

τὰ ὑπὸ ἐμοῦ διδόμενα τεθήσεται ἐν τῷ ἱερῷ → what I give will be put in the temple

Source

Greek Monolingual

ἄγχαυρος, -ον (Α)
αυτός που βρίσκεται κοντά στο πρωί, προς το τέλος της νύχτας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄγχι + αὔριον.