παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
ἄθηλυς, -υ (Α) θήλυς1. ο αθήλυντος2. αυτός που δεν αρμόζει σε γυναίκα.