άθηλυς

From LSJ

παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion

Source

Greek Monolingual

ἄθηλυς, -υ (Α) θήλυς
1. ο αθήλυντος
2. αυτός που δεν αρμόζει σε γυναίκα.