άθορος

From LSJ

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source

Greek Monolingual

ἄθορος, -ον (Α)
(για αρσενικά ζώα) αυτό που δεν έχει βατέψει θηλυκό.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + θορεῖν, απαρ. β' αορ. του ρ. θρώσκω (= πηδώ].