άμπρα

From LSJ

ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενος → either love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight

Source

Greek Monolingual

η (Χημ. Τεχνολ.)
στερεά ουσία που σχηματίζεται στο έντερο της φάλαινας του είδους Φυσητήρας (Physeter catodon). Στην Ανατολή χρησιμοποιείται κυρίως ως άρτυμα, ενώ στη Δύση για τη στερέωση της μυρωδιάς σε λεπτά αρώματα.