άνορμος

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄνορμος, -ον)
μτφ. ο χωρίς όρμο ή όρμους, αλίμενος.