αλίμενος

From LSJ

Βοηθὸς ἴσθι τοῖς καλῶς εἰργασμένοις → Bonis inceptis addas auxilium tuum → Erweise dich als Helfer dem, was gut getan

Menander, Monostichoi, 73

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀλίμενος, -ον)
(για ακτή ή χώρα) που δεν έχει λιμάνι
αρχ.
αυτός που δεν παρέχει άσυλο, καταφύγιο, ο αφιλόξενος («ἀλίμενα ὄρη», «ἀλίμενος καρδία»).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + λιμήν, -ένος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλιμενία, ἀλιμενότης.