άποικος

From LSJ

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source

Greek Monolingual

ο (Α ἄποικος)
ο κάτοικος αποικίας, αυτός που έλαβε μέρος σε αποικισμό
αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται μακριά από την πατρίδα του
2. «ἄποικος πόλις» — η αποικία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < απ(ο)- + οίκος «σπίτι, πατρίδα»].