άρκτειος

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source

Greek Monolingual

-ο (και ἀρκτεῖος) άρκτος
1. αυτός που ανήκει σε άρκτο (αρκούδα) ή προέρχεται απ' αυτήν
2. εκείνος που ανήκει στον αστερισμό της Άρκτου.