άρκτειος

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source

Greek Monolingual

-ο (και ἀρκτεῖος) άρκτος
1. αυτός που ανήκει σε άρκτο (αρκούδα) ή προέρχεται απ' αυτήν
2. εκείνος που ανήκει στον αστερισμό της Άρκτου.