μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling
-ο (και ἀρκτεῖος) άρκτος1. αυτός που ανήκει σε άρκτο (αρκούδα) ή προέρχεται απ' αυτήν2. εκείνος που ανήκει στον αστερισμό της Άρκτου.