άτριχος

From LSJ

ἡ γὰρ σιωπὴ τοῖς σοφοῖσιν ἀπόκρισις → silence, you see, is an answer for the wise (Menander)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄτριχος, -ον)
αυτός που δεν έχει μαλλιά ή γένεια
αρχ.
ως ουσ. ἄτριχος
είδος ερπετού.