άτριχος

From LSJ

τὸ ἀεὶ ταῦτα οὕτως ἔχειν ἐχάλασαν → relaxed the strictness of the doctrine of perpetual strife

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄτριχος, -ον)
αυτός που δεν έχει μαλλιά ή γένεια
αρχ.
ως ουσ. ἄτριχος
είδος ερπετού.