άφλεκτος

From LSJ

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄφλεκτος, -ον)
αυτός που δεν φλέγεται
νεοελλ.
αυτός που δεν είναι δυνατόν να αναφλεγεί
αρχ.
ο αμαγείρευτος.