Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
-η, -ο (AM ἔγγαμος, -ον)αυτός που έχει συνάψει γάμο, ο παντρεμένος.