έκζεμα

From LSJ

ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland

Source

Greek Monolingual

το (AM ἔκζεμα)
δερματική αντίδραση με κνησμό, φαγούρα, φυσαλλίδες και ερύθημα του δέρματος.