αντίδραση
Greek Monolingual
η (Α ἀντίδρασις)
δράση, ενέργεια, που γίνεται για να εξουδετερώσει άλλη ενέργεια·
νεοελλ.
1. εχθρική στάση απέναντι σε καινοτομίες πολιτικές, κοινωνικές, ιδεολογικές κ.λπ. —φρ. «μαύρη αντίδραση»
2. η μετατροπή μιας ή περισσότερων χημικών ενώσεων ή στοιχείων σε μία ή περισσότερες άλλες ενώσεις
3. το αποτέλεσμα που προέρχεται από την επίδραση μιας δύναμης και εμφανίζεται με τη μορφή δύναμης
4. κάθε μεταβολή του οργανισμού που πραγματοποιείται κάτω από την επίδραση ενός σώματος ξένου προς αυτόν
αρχ.-μσν.
η ανταπόδοση του κακού, η αντεκδίκηση.