έμμοχθος

From LSJ

Ἐχθροῦ παρ' ἀνδρὸς οὐδέν ἐστι χρήσιμον → Inimicus homo nil umquam praestat utile → Von einem Feind kommt niemals etwas Nützliches

Menander, Monostichoi, 166

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔμμοχθος, -ον)
αυτός που γίνεται ή επιτυγχάνεται με μόχθο, πολύμοχθος, κοπιώδης
αρχ.
(για τραύμα) αυτός που προκαλεί πόνο.