έμμοχθος
From LSJ
τοῦ εἰδέναι χάριν ἡ πραγματεία → knowledge is the object of our inquiry, the aim of our investigation is knowledge
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἔμμοχθος, -ον)
αυτός που γίνεται ή επιτυγχάνεται με μόχθο, πολύμοχθος, κοπιώδης
αρχ.
(για τραύμα) αυτός που προκαλεί πόνο.