έμπολο

From LSJ

Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein

Menander, Monostichoi, 189

Greek Monolingual

και έμπουλο, το
1. καθένα από τα νήματα που συστρέφονται για να σχηματίσουν το σχοινί
2. μικρός στενός δρόμος, σοκάκι, δρομάκι, στενοσόκακο.