έμπολο

From LSJ

εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun

Source

Greek Monolingual

και έμπουλο, το
1. καθένα από τα νήματα που συστρέφονται για να σχηματίσουν το σχοινί
2. μικρός στενός δρόμος, σοκάκι, δρομάκι, στενοσόκακο.