έμψηφος

From LSJ

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260

Greek Monolingual

ἔμψηφος, -ον (Α)
ο στολισμένος ή κατασκευασμένος με ψηφίδες ή με πολύτιμους λίθους.