ένθορος

From LSJ

Κακῷ σὺν ἀνδρὶ μηδ' ὅλως ὁδοιπόρει → Hominem malignum nec viae comitem cape → Nimm einen Schurken nie zum Wegbegleiter dir

Menander, Monostichoi, 302

Greek Monolingual

ἔνθορος, -ον (Α) θορός
(για ζώα) έγκυος («ζῴα ἔνθορα», Νίκων).