ένογκος

From LSJ

οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen

Source

Greek Monolingual

ἔνογκος, -ον (AM) όγκος
1. εξογκωμένος, διογκωμένος
2. ογκώδης, σωματώδης.