Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αγανοβλέφαρος

From LSJ

Τὸ ζῆν ἀλύπως ἀνδρός ἐστιν εὐτυχοῦς → Satis beati est esse sine maeroribus → Ein Leben ohne Leid führt nur, wer glücklich ist

Menander, Monostichoi, 509

Greek Monolingual

ἀγανοβλέφαρος, -ον (Α)
αυτός που έχει γλυκά μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγανὸς + βλέφαρον.