αγγελοπρόσωπος

From LSJ

Ὁμιλίας δὲ τὰς γεραιτέρων (γεραιτέρας) φίλει → Seniliores quaere amicitias tibi → Den Umgang mit den Älteren erwähle dir

Menander, Monostichoi, 421

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που έχει αγγελικό πρόσωπο, που είναι πολύ όμορφος.