αγγελοπρόσωπος

From LSJ

ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που έχει αγγελικό πρόσωπο, που είναι πολύ όμορφος.