αγγελοπρόσωπος

From LSJ

ἴσα πάντα, ἴσων ἀμφοτέρων, ἰσάκις ἴσος → all are equal, both are equal, equal multiplied by equal

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που έχει αγγελικό πρόσωπο, που είναι πολύ όμορφος.