αγγελόψυχος

From LSJ

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που έχει ψυχή αγγέλου, καλόκαρδος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άγγελος + ψυχή.