άγγελος
Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust
Greek Monolingual
ο (Α ἄγγελος)
1. αυτός που φέρνει ειδήσεις, αγγελιαφόρος
2. αόρατο ον, πνεύμα που διαβιβάζει τις θελήσεις του Θεού στους ανθρώπους
3. ο φύλακας άγγελος κάθε ανθρώπου, που τον προστατεύει και τον καθοδηγεί
νεοελλ.
1. μτφ. ο όμοιος με άγγελο στην εμφάνιση ή στα αισθήματα, ωραίος, ενάρετος, καλόψυχος
2. θωπευτική προσαγόρευση
3. ο άγγελος του θανάτου, ο ψυχοπομπός άγγελος
4. φρ. «βλέπω τον άγγελό μου», ψυχορραγώ
«δεν δίνει του αγγέλου του νερό», για φιλάργυρους
Στη Μυκην. η λ. απαντά σε πινακίδα στην Πύλο και σημαίνει επάγγελμα ή αξίωμα (a-ke-ro).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η σύνδεση με το αρχ. ινδ. angiras (όνομα μυθικών όντων, που θεωρούνταν άγγελοι μεσολαβούντες μεταξύ θεών και ανθρώπων) είναι αμφίβολη. Πρόκειται μάλλον για δάνειο.
ΠΑΡ. αγγελία, αγγελικός, αγγέλλω
νεοελλ.
αγγελούδι, αγγελίζω.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀγγελοειδής, αὐτάγγελος, εὐάγγελος, ψευδάγγελος κ.ά.
μσν.
ἀγγελόμορφος
νεοελλ.
αγγελοκαμωμένος, αγγελοκρούω, αγγελόψυχος κ.ά.].