γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
επίρρ. (Α ἀγεληδόν) ἀγέληκατά αγέλες, ομαδικά, κοπαδιαστά.