αγκυλόδους
From LSJ
τοῖς οἰκείοις συκοφαντίαν δέδωκεν → has given to his friends an opportunity for chicane, has offered to his friends the right of vindictive prosecution
Greek Monolingual
ἀγκυλόδους (-οντος), ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει αγκύλα, κυρτά και στραβά δόντια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγκύλος + ὀδούς.