αγλαόγυιος
From LSJ
ψυχῶν σοφῶν φροντιστήριον → thought-shop of wise souls
Greek Monolingual
ἀγλαόγυιος, -ον (Α)
αυτός που έχει ωραία τα μέλη του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγλαός + γυῖον.
ψυχῶν σοφῶν φροντιστήριον → thought-shop of wise souls
ἀγλαόγυιος, -ον (Α)
αυτός που έχει ωραία τα μέλη του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγλαός + γυῖον.