ἀγλαόγυιος
From LSJ
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
English (LSJ)
ἀγλαόγυιον, beautiful-limbed, Ἥβα Pi.N.7.4.
Spanish (DGE)
-ον de espléndidos miembros Ἥβα Pi.N.7.4.
German (Pape)
[Seite 16] ἥβη, schöngliedrig, Pind. N. 7, 4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux membres brillants de force.
Étymologie: ἀγλαός, γυῖον.
Russian (Dvoretsky)
ἀγλαόγυιος: прекрасно сложенный (Ἣβη Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀγλαόγυιος: -ον, ὁ ἔχων ὡραῖα μέλη τοῦ σώματος. Ἥβα Πινδ. Ν. 7. 6.
English (Slater)
ἀγλᾰόγυιος, ον with beautiful limbs ἀγλαόγυιον Ἥβαν (N. 7.4)
Greek Monotonic
ἀγλαόγυιος: -ον (γυῖον), αυτός που διαθέτει ωραία μέλη σώματος, σε Πίνδ.
Middle Liddell
γυῖον
with beauteous limbs, Pind.