αγριόδεντρο

From LSJ

αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο (Odyssey 4.103) → satiety in grief comes soon

Source

Greek Monolingual

και -δέντρι, το
κάθε άγριο δέντρο, καθώς και δέντρο, άγριο ή ήμερο, που δεν παράγει φαγώσιμους καρπούς και γενικότερα δεν είναι χρήσιμο.