αγριόκαρδος

From LSJ

καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που εχει άγρια καρδιά, σκληρόκαρδος, θηριώδης.