αγχίθεος

From LSJ

οὐετρανοὶ οἱ χωρὶς χαλκῶν → veterans who have not received bronze copies of the privileges granted on discharge

Source

Greek Monolingual

ἀγχίθεος, -ον (Α)
αυτός που βρίσκεται κοντά σε θεό, που μοιάζει με θεό στην ευτυχία, τη δύναμη, ημίθεος, ισόθεος, θεϊκός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄγχι + θεός.