αδαμαντοκόσμητος
From LSJ
ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise
Greek Monolingual
-η, -ο αδαμαντοκοσμώ
ο διακοσμημένος με διαμάντια, αδαμαντοκόλλητος, αδαμαντοποίκιλτος, αδαμαντόδετος.
ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise
-η, -ο αδαμαντοκοσμώ
ο διακοσμημένος με διαμάντια, αδαμαντοκόλλητος, αδαμαντοποίκιλτος, αδαμαντόδετος.