αδαμαντοκόλλητος

From LSJ

αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
ο διακοσμημένος με διαμάντια, αδαμαντόδετος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αδάμας + κολλώ].