αδελφοξαδέλφια

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source

Greek Monolingual

και αδερφοξάδελφα και αδερφοξαδέρφια και αδερφοξάδερφα
1. το σύνολο αδελφών και εξαδέλφων
2. στενοί συγγενείς, συγγενολόι
3. (στον εν.) ειρωνικά για σχέσεις ανθρώπων ερωτικές, ύποπτες ή διαβλητές.