αδικόλαλος

From LSJ

ἀπομυξάμενος, ὦ Δῆμέ, μου πρὸς τὴν κεφαλὴν ἀποψῶ → blow your nose, Demos, and wipe your hand on my head

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
ο συκοφάντης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αδικο- + λαλώ.
ΠΑΡ. αδικολαλιά].