αεροβαθής

From LSJ

περὶ ταῦτα οὕτω σφι νενομοθέτηται → it has been so ordained by law

Source

Greek Monolingual

ἀεροβαθής, -ές (Α)
τὰ ἀεροβαθῆ
τα βάθη του αέρα.