αερολόγημα

From LSJ

μὴ ἐν πολλοῖς ὀλίγα λέγε, ἀλλ΄ ἐν ὀλίγοις πολλά → don't say little in many words, but much in a few words (Stobaeus quoting Pythagoras)

Source

Greek Monolingual

το [[[αερολογώ]] (Ι)]
συνήθως στον πληθ. τα αερολογήματα
οι αερολογίες (βλ. αερολογία Ι).