αηδονάκι

From LSJ

Καιροῦ τυχὼν καὶ πτωχὸς ἰσχύει μέγα → Mendicus etiam saepe valet in tempore → Zur rechten Zeit vermag sogar ein Bettler viel

Menander, Monostichoi, 281

Greek Monolingual

το
1. νεοσσός της αηδόνας, μικρό αηδόνι
2. θωπευτικά για καλλίφωνα πρόσωπα («τ’ αηδονάκι της γειτονιάς»).