αηδονάκι

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560

Greek Monolingual

το
1. νεοσσός της αηδόνας, μικρό αηδόνι
2. θωπευτικά για καλλίφωνα πρόσωπα («τ’ αηδονάκι της γειτονιάς»).