αηδονάκι

From LSJ

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source

Greek Monolingual

το
1. νεοσσός της αηδόνας, μικρό αηδόνι
2. θωπευτικά για καλλίφωνα πρόσωπα («τ’ αηδονάκι της γειτονιάς»).