πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves
αἰγιπόδης, ο (Α)γιδοπόδαρος, αυτός που έχει πόδια κατσίκας.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἴξ, -γὸς + -πόδης < πούς, -δός].