αιγιπόδης

From LSJ

πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves

Source

Greek Monolingual

αἰγιπόδης, ο (Α)
γιδοπόδαρος, αυτός που έχει πόδια κατσίκας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἴξ, -γὸς + -πόδης < πούς, -δός].