αιμοφιλικός

From LSJ

Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό αιμοφιλία
1. αυτός που πάσχει από αιμοφιλία
2. αυτός που αναφέρεται στην αιμοφιλία.