αιμοφιλικός

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek Monolingual

-ή, -ό αιμοφιλία
1. αυτός που πάσχει από αιμοφιλία
2. αυτός που αναφέρεται στην αιμοφιλία.