Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn
αἰολόδωρος, -ον (Α)αυτός που χαρίζει ποικίλα δώρα.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰόλος + -δωρος < δῶρον.