αιολόδωρος

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501

Greek Monolingual

αἰολόδωρος, -ον (Α)
αυτός που χαρίζει ποικίλα δώρα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰόλος + -δωρος < δῶρον.